Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Ωδή στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Πάμπλο Νερούδα

μετάφραση Κλείτος Κύρου

Αν μπορούσα να κλάψω από φόβο σ’ ένα έρημο σπίτι,
αν μπορούσα να ξεριζώσω τα μάτια μου και να τα φάω,
θα το ‘κανα, για τη φωνή σου από μαυροντυμένη πορτοκαλιά
και για την ποίησή σου που αναδύεται ξεστομίζοντας κραυγές.

Για σένα βάφονται γαλάζια τα νοσοκομεία
και πληθαίνουν τα σχολεία κι οι συνοικίες των ναυτικών,
και στολίζονται με φτερά οι πληγωμένοι άγγελοι,
και σκεπάζονται με λέπια τα γαμήλια ψάρια,
και πετούν στον ουρανό οι αχινοί:
για σένα τα ραφτάδικα με τις μαύρες μεμβράνες τους
γεμίζουν κουτάλια κι αίμα
και σχισμένες καταπίνουν κορδέλες, και σκοτώνονται με φιλιά,
και ντύνονται στ’ άσπρα.

Όταν πετάς ντυμένος στο ροδάκινο,
όταν γελάς μ’ ένα γέλιο καταιγισμένου ρυζιού,
όταν για να τραγουδήσεις δονείς αρτηρίες και δόντια,
δάχτυλα και λαιμό,
θα πέθαινα για τη γλύκα σου,
θα πέθαινα για τις κόκκινες λίμνες
όπου ζεις στο μεσοφθινόπωρο
μ’ ένα πεσμένο άτι κι έναν αιμόφυρτο θεό,
θα πέθαινα για τα νεκροταφεία
που κυλούν σε σταχτιά ποτάμια
με νερά και μνήματα,
τη νύχτα, ανάμεσα σε πνιγμένες καμπάνες:
κατάμεστα ποτάμια σαν κοιτώνες
με άρρωστους οπλίτες, που ξάφνου ξεχειλίζουν
προς το θάνατο, με μαρμαρένιους αριθμούς
σάπια στεφάνια και λάδια νεκρικά:
θα πέθαινα για να σε δω νύχτα
να κοιτάς τους πλημμυρισμένους σταυρούς που διαβαίνουν,
ολόρθος και κλαίγοντας,
γιατί κλαις στο ποτάμι μπροστά του θανάτου,
ασταμάτητα, σπαραχτικά,
κλαις κλαίγοντας, με τα μάτια γεμάτα
δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα.

Αν μπορούσα τη νύχτα, μόνος, κατάμονος,
να σωριάσω λησμονιά και καπνό και ίσκιο
πάνω από τρένα και καράβια,
μ’ ένα μαύρο χουνί,
δαγκώνοντας τις στάχτες,
θα το έκανα, για το δέντρο που πάνω του μεγαλώνεις,
για τις φωλιές των μαλαματένιων νερών που συνάζεις,
και για την περικοκλάδα που σου σκεπάζει τα κόκαλα
λέγοντάς σου το μυστικό της βραδιάς.

Πολιτείες με οσμή βρεγμένου κρεμμυδιού
καρτερούν να διαβείς τραγουδώντας βραχνά,
και χελιδόνια πράσινα φωλιάζουν στα μαλλιά σου,
και σιωπηλά σε κυνηγούν σπερματικά καράβια,
κι ακόμα, σαλιγκάρια και βδομάδες,
ξάρτια κουλουριασμένα και κεράσια
κυκλοφορούν οριστικά όταν φανερώνεται
το χλωμό κεφάλι σου με δεκαπέντε μάτια
και το στόμα σου βουτηγμένο στο αίμα.

Αν μπορούσα να γεμίσω το δημαρχείο με καπνιά
και, μ’ αναφιλητά, να γκρεμίσω ρολόγια,
θα το ‘κανα, για να δω πότε στο σπίτι σου
έρχεται το καλοκαίρι με τα ραγισμένα χείλη,
έρχονται τόσοι άνθρωποι, μ’ επιθανάτιο ένδυμα,
έρχονται περιοχές θλιβερής μεγαλοπρέπειας,
έρχονται άροτρα νεκρά και παπαρούνες,
έρχονται καβαλάρηδες και νεκροθάφτες,
έρχονται ματωμένοι χάρτες και πλανήτες,
έρχονται βουτηχτές σκεπασμένοι με στάχτη,
έρχονται προσωπιδοφόροι τραβώντας κοπέλες
τρυπημένες από μεγάλα μαχαίρια,
έρχονται ρίζες, φλέβες, νοσοκομεία,
βρυσοπηγές και μυρμήγκια,
έρχεται η νύχτα μ’ ένα κρεβάτι που πάνω του
ξεψυχά ολομόναχος ένας ουσάρος μες στις αράχνες,
έρχεται ένα ρόδο μίσους και βελονιών,
έρχεται ένα πλοίο κιτρινωπό,
έρχεται μια ανεμόδαρτη μέρα μ’ ένα παιδί,
έρχομαι εγώ με τον Ολιβέριο, το Νόραχ,
το Βιθέντε Αλειχάντρε, την Ντέλια,
τη Μαρούκα, τη Μάλβα Μαρίνα, τη Μαρία Λουίζα υ Λάρκο,
το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Ουγκάρτε,
το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Αλμπέρτι,
τον Κάρλος, τον Μπέμπε, τον Μανόλο Αλτολαγκουίρε,
το Μολινάρι,
τη Ροζάλες, την Κόντσα Μέντεθ,
κι άλλους που τους ξεχνώ.

Ζύγωσε να στεφανώσω, έφηβε της υγείας
και της πεταλούδας, έφηβε αγνέ
σα μαύρη αστραπή ελεύθερη παντοτινά,
κι έτσι ως μιλούμε συναμεταξύ μας,
τώρα, που κανένας δεν απόμεινε ανάμεσα στα βράχια,
ας μιλήσουμε απλά, όπως είσαι κι όπως είμαι:
τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη δροσιά;
Τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη νύχτα εκείνη
που μας κεντρίζει με πικρό εγχειρίδιο, για τη μέρα εκείνη,
για εκείνο το σούρουπο, για εκείνη τη σπασμένη γωνιά
όπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου προετοιμάζεται για
θάνατο;

Πάνω απ’ όλα τη νύχτα,
τη νύχτα έχει άστρα πολλά,
όλα μέσα σ’ ένα ποτάμι,
σε μια κορδέλα σιμά στα παραθύρια
των σπιτιών που είναι γεμάτα από φτωχούς.

Κάποιος απ’ αυτούς έχει πεθάνει, ίσως
να χάσαν τη δουλειά τους στα γραφεία,
στα νοσοκομεία, στους ανελκυστήρες
στα ορυχεία,
υποφέρουν οι άνθρωποι βαριά πληγωμένοι
κι υπάρχει σκοπός και θρήνος σ’ όλα τα μέρη,
καθώς τα’ αστέρια ροβολούν μέσα σ’ ένα ατελείωτο ποτάμι
υπάρχει πολύς θρήνος στα παράθυρα,
τα κατώφλια λιώσαν απ’ το θρήνο,
τα δωμάτια μούσκεψαν από το θρήνο
που έρχεται κυματιστά για να δαγκώσει τα χαλιά.

Φεδερίκο,
βλέπεις τον κόσμο, τους δρόμους,
το ξύδι,
τους αποχαιρετισμούς στους σταθμούς
όταν ο καπνός υψώνει τους αποφασιστικούς τροχούς του
προς τα εκεί που δεν υπάρχει τίποτε άλλο
από μερικά λιθάρια, σιδεροτροχιές και μισεμούς.

Είναι τόσο πολλοί οι άνθρωποι που ρωτούν
σ’ όλα τα μέρη.
Είναι ο αιμόφυρτος τυφλός, κι ο μανιακός, κι ο αποθαρρημένος,
κι ο άθλιος, το δέντρο με τα νύχια,
ο ληστής με το φθόνο στους ώμους.

Έτσι είναι η ζωή, Φεδερίκο, έχεις όλα
όσα μπορεί να σου χαρίσει η φιλία μου
ενός άντρα μελαγχολικού κι αρσενικού.
Ξέρεις πια μόνος σου τόσα πράματα
κι άλλα θα μάθεις σιγά με τον καιρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου