Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Εισβολή


Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες
Από τα δυτικά προάστια της χώρας
Γυναίκες με μπόγους στους ώμους
Αστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο


Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση
Οι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοι
Το λιμάνι καιγόταν σσν δέντρο Χριστουγέννων
Αλλόφρονες δρόμοι
Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη
Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία
Συναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικά
Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν
Τα ξάρτια της νύχτας
Πλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιο
Πληγώσαμε τη σκέψη
Κάναμε υποθέσεις
Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά
Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν
Κανένας δε φαντάστηκε
Κανένας δε μάντεψε
Κανένας
Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ
Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα
Το γέλιο στέγνωσε
Τ’ αστέρια σκουριάσαν
Τα δάχτυλα λιγοστέψαν
Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος
Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι
Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα
Μια γυναίκα πικρή
Μια γυναίκα ακατάληπτη
Μια γυναίκα που χαμογελούσε
Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα
Το όχι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου