Αλέξανδρος Αργυρίου
Ποιητής και μεταφραστής ποιημάτων μοντέρνων ποιητών, ο Κλείτος Κύρου εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εντάσσεται τιμητικά και αδιαφιλονίκητα στην πρώτη μεταπολεμική κατηγορία των νέων τότε ποιητών που έζησαν τη φρίκη της γερμανικής κατοχής, με συνέπεια το έργο τους να φορτίζεται από το ζοφερό κλίμα που επικρατούσε εκείνους τους καιρούς.
Καλός όμως γνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και των θεωριών που δικαιώνουν τον μοντερνισμό του 20ού αιώνα κράτησε απόσταση από τις άμεσες βιωματικές του καταβολές, μετασχηματίζοντάς τες σε ποιητικό λόγο αντλημένο από τις εκτάσεις μιας εμπλουτισμένης συνείδησης. Ξεκινώντας από μια ποίηση όπου το συναίσθημα εμψύχωνε ένα λόγο λυρικό, χωρίς αισθηματολογίες κατόρθωνε να εκφράσει καταστάσεις στις οποίες το δραματικό στοιχείο αναδυόταν ως υπόγειο ρεύμα. Τέτοιο κόσμο -ονειρικό, φανταστικό- αποκομίζομε και από την Αναζήτηση (1947) και από το Σε πρώτο πρόσωπο (1957). Ωστόσο με τη συλλογή Κραυγές της Νύχτας (1960) ο εμφατικός τόνος, που μπορεί να φαντάζει ρητορικός, ικανοποιεί το αίτημα που εμψυχώνει τις «κραυγές», όταν ο επικός λόγος στοχεύει να δικαιώσει μια στάση ζωής και τις δραματικές της απολήξεις. Πρέπει να υποθέσομε εύλογα, ότι το νεανικό έργο του Κύρου, στο σύνολό του, απαλλαγμένο από αδυναμίες, πολλά έχει ωφεληθεί από τις μεταφραστικές του ασκήσεις του ποιητή, που η έκτασή τους συνιστά ένα εκτενές πεδίο αναφοράς και ματαιώνει τις μονομερείς επιρροές ή τις διακειμενικές συγγένειες ποιητικών γραφών και κόσμων. Κατάσταση που θα ενισχυθεί στα επόμενα έργα του, τα οποία πλουτίζονται ακόμη περισσότερο με την αδιάκοπη μεταφραστική του εργασία, η ποιότητα της οποίας οφείλομε να θεωρήσομε ως ακόμη ένα ποιητικό του έργο, καθώς δοκιμάζεται με υψηλά ποιητικά αναστήματα (Έλιοτ, Πάουντ, Ώντεν, Απολλιναίρ).
Με τους Κλειδάριθμους η διαύγεια της γραφής ανταποκρίνεται σε μια θεώρηση των πραγμάτων χωρίς πάθη και προκαταλήψεις, με το ‘εγώ’ του ποιήματος να κινείται au dessus de la melee, εποπτεύοντας τον κόσμο με σοφία που αναδύεται ως ειρωνεία. Αλλιώς ειπωμένο, η αποξένωση ως συνέπεια της αλλοτρίωσης, φαίνεται να υπονομεύει τις αξίες των πραγμάτων, να υποδηλώνει -και συνεκδοχικά- να υπογραμμίζει τη σκοτεινή πλευρά τους. Πρόκειται για εκτίμηση των φαινομένων που δεν οδηγείται στον κυνισμό, αλλά φέρεται από την αίσθηση του δραματικού. Η νύχτα των Κραυγών έγινε σκοτάδι το μεσημέρι [Darkness at noon]. Ωστόσο το ουμανιστικό περιβάλλον μιας «νιότης βασιλεμένης» δεν επιτρέπει να εκχωρηθούν δικαιώματα στην άρνηση στο όνομα της διάψευσης που καταστρώνει η πραγματικότητα.
Το πρόβλημα της άρνησης και της αποδοχής -έστω και μεταμφιεσμένης- παίζεται με άλλες αποχρώσεις σ Τα πουλιά και η αφύπνιση (1987). Τώρα, υπό το κράτος της μνήμης, τα φαινόμενα μιας ακατάλυτης ζωής, αναλαμβάνουν σημασίες ως νόμοι της ίδιας της ζωής, μιας ζωής που μετέρχεται «όλες τις φρικώδεις δυνατότητές της», όπως θα έλεγε ένας ποιητής του νεοσυμβολισμού στο τέλος του Μεσοπολέμου. Η υπόθεση δεν παίζεται στο πεδίο του παραλόγου, αλλά ως απόδοση μιας κατάστασης που έχει τις διαστάσεις ενός ατέρμονος χάους. Παρά ταύτα τα κριτήρια παραμένουν στα αξιώματα ενός φαλκιδευμένου ουμανισμού.
Όλοι αυτοί οι λόγοι ή κάποιοι παρεμφερείς, επιβάλλουν έναν ποιητικό λόγο που άλλοτε οικονομείται σε ένα ολιγόστιχο ποίημα και άλλοτε καταφεύγει σε πυκνό πεζόμορφο σχηματισμό, πάντως όμως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο ελεύθερος στίχος του υπακούει σε εσωτερικά μουσικές νόρμες, λειτουργώντας ικανοποιητικά.
Με τις επόμενες συνάξεις ποιημάτων -Περίοδος χάριτος, 1992, Ο πρωθύστερος λόγος, 1996, Σχολές τυφλών, 1997- ο αναγνώστης πείθεται ότι ο αυξανόμενος αριθμός των έργων του καθρεφτίζει μια άγρυπνη συνείδηση που εξακολουθεί να παρατηρεί στοχαστικά τα φαινόμενα με τη γενναιοδωρία ενός που «πολλών ανθρώπων άστεα και νόον έγνω», διατηρώντας άφθαρτα τα ποιητικά του εργαλεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου