Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Για μια φωτογραφία του Κλείτου Κύρου

εδώ

Επα­νερ­χό­μα­στε στον φω­το­γρά­φο Κλεί­το Κύ­ρου μέ­σα α­πό τα έρ­γα του ποιη­τή. “Εί­ναι πα­ρά­ξε­νο πό­σα ε­λά­χι­στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να βρί­σκο­νται για την ο­μά­δα των κοι­νω­νι­κών, με­τα­πο­λε­μι­κών ποιη­τών της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Για τον Ανα­γνω­στά­κη, τον Θα­σί­τη, τον Κύ­ρου, τη θαυ­μα­στή τρι­πλέ­τα ή και την ε­πι­θε­τι­κή πε­ντά­δα αν θέ­λε­τε, για να θυ­μη­θού­με και τον α­γνο­η­μέ­νο Φω­τιά­δη και τον ά­νι­σο Κα­φτα­ντζή. Ξε­κι­νούν ό­λοι μα­ζί, τον Φε­βρουά­ριο του 1944, με το πρώ­το τεύ­χος του φοι­τη­τι­κού πε­ριο­δι­κού «Ξε­κί­νη­μα»…” Έτσι αρ­χί­ζει την ο­μι­λία του ο πε­ζο­γρά­φος μιας με­τα­γε­νέ­στε­ρης γε­νιάς Τά­σος Χατ­ζη­τά­τσης, τον Δε­κέμ­βριο του 2001, για την πα­ρου­σία­ση του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού βι­βλίου του Κύ­ρου, που προέ­κυ­ψε α­πό τις ρα­διο­φω­νι­κές του α­να­μνή­σεις. Τό­τε εί­χαν φύ­γει οι δυο της πε­ντά­δας: ο πρε­σβύ­τε­ρος Κα­φτα­ντζής στις 12 Μαρ­τίου 1998 και πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, κα­λο­καί­ρι 1989, ο συ­νο­μή­λι­κος του Κύ­ρου, Φω­τιά­δης. Στην δε­κα­ε­τία, που με­σο­λά­βη­σε α­πό ε­κεί­νη τη διά­λε­ξη, έ­φυ­γαν και οι άλ­λοι τρεις. Πρώ­τα, ο νεό­τε­ρος Ανα­γνω­στά­κης, στις 23 Ιου­νίου του 2005, με­τά ο Κύ­ρου, στις 10 Απρι­λίου του 2006 και τε­λευ­ταίος ο Θα­σί­της, τον Αύ­γου­στο του 2008. Στις 7 Νο­εμ­βρίου 2008, τους α­κο­λού­θη­σε ο ο­μι­λη­τής.
Ας ε­πα­νέλ­θου­με ό­μως στο ξε­κί­νη­μά τους α­πό το «Ξε­κί­νη­μα». Τον Φε­βρουά­ριο του 1944 ο Εκπο­λι­τι­στι­κός Όμι­λος Πα­νε­πι­στη­μίου, “κα­θ’ ό­λα νό­μι­μο σω­μα­τείο της… πα­ρά­νο­μης Ε­ΠΟ­Ν”, ό­πως σχο­λιά­ζει με χιού­μορ ο Κύ­ρου, κυ­κλο­φό­ρη­σε το πρώ­το τεύ­χος ε­νός φοι­τη­τι­κού πε­ριο­δι­κού, που ξε­κί­νη­σε ως δε­κα­πεν­θή­με­ρο, ήλ­πι­σε να γί­νει μη­νιαίο, αλ­λά ε­ξέ­πνευ­σε στο πρώ­το τεύ­χος του δεύ­τε­ρου χρό­νου, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ε­ντός του 1944 δε­κα­τρία τεύ­χη, α­πό τα ο­ποία τα τρία δι­πλά. Ωστό­σο, κα­τά τον Κύ­ρου, ά­φη­σε ε­πο­χή, τα­ρά­ζο­ντας τα στε­κού­με­να νε­ρά της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρώ­τος υ­πεύ­θυ­νος έκ­δο­σης ο Φω­τιά­δης, αλ­λά, α­πό το δεύ­τε­ρο τεύ­χος και μέ­χρι τέ­λους, α­να­λαμ­βά­νει ο Ανα­γνω­στά­κης. Το χρο­νι­κό της έκ­δο­σής του μας το δί­νει η Αλε­ξάν­δρα Μπου­φέα στη μο­να­δι­κή με­λέ­τη της για τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά της Κα­το­χής. Την ά­δεια έκ­δο­σης α­πό τη λο­γο­κρι­σία την ε­ξα­σφά­λι­σε ο Κα­φτα­ντζής χά­ρις σε έ­ναν συ­ντο­πί­τη του, που ή­ταν υ­πάλ­λη­λος στο Γρα­φείο Τύ­που του Τμή­μα­τος Προ­πα­γάν­δας Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Σε κά­θε τεύ­χος πα­ρου­σιά­ζε­ται και α­πό έ­νας ποιη­τής της πε­ντά­δας. Τις εμ­φα­νί­σεις τους κα­τα­γρά­φει ο ι­στο­ρι­κός της γε­νιάς τους, Αλέξ. Αργυ­ρίου. Στο πρώ­το τεύ­χος πα­ρου­σιά­ζε­ται ο Θα­σί­της κα­λυμ­μέ­νος πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Νι­κό­λας Νάρ­βας. Στο δεύ­τε­ρο, ο Φω­τιά­δης με το ό­νο­μά του. Ψευ­δώ­νυ­μο χρη­σι­μο­ποιεί στη με­λέ­τη για τον Ελύ­τη και στις κρι­τι­κές ει­κα­στι­κών και θεά­τρου, που δη­μο­σιεύει σε με­τέ­πει­τα τεύ­χη. Στο τρί­το, δη­μο­σιεύει ποίη­μά του ο Ανα­γνω­στά­κης. Γι’ αυ­τόν δεν εί­ναι η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση. Έχει ή­δη δη­μο­σιεύ­σει ποίη­μά του, πριν δυο χρό­νια, στα «Πει­ραϊκά Γράμ­μα­τα». Εκεί­νο, ό­μως, εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κό, ε­νώ, αυ­τό, στο «Ξε­κί­νη­μα» εί­ναι νεω­τε­ρι­κό. Στο δι­πλό τεύ­χος 6-7, Ιού­νιο 1944, εμ­φα­νί­ζε­ται και ο με­τα­φρα­στής Ανα­γνω­στά­κης με Απολ­λι­ναίρ.
Από τους πρώ­τους της συ­ντρο­φιάς που στε­ρέω­σε το «Ξε­κί­νη­μα» ο Κύ­ρου, άρ­γη­σε να κά­νει την εμ­φά­νι­σή του. Μό­λις στο δι­πλό τεύ­χος 9-10, που κυ­κλο­φό­ρη­σε 30 Ιου­λίου 1944, δη­μο­σιεύει σε με­τά­φρα­ση α­πό τα γαλ­λι­κά το ποίη­μα του Λόρ­κα «Ψυ­χή φε­βγά­τη».
Για τον τε­λευ­ταίο της πε­ντά­δας, που λη­σμο­νεί η Ιστο­ρία, τον Κα­φτα­ντζή, μας πλη­ρο­φο­ρεί η Μπου­φέα. Ήταν μεν ο πρω­τερ­γά­της της έκ­δο­σης, αλ­λά, λό­γω της α­ντι­στα­σια­κής του δρά­σης, συμ­με­τεί­χε μό­νο στα πρώ­τα τεύ­χη. Δη­μο­σιεύει δύο ποιή­μα­τα, με­τα­ξύ άλ­λων συ­νερ­γα­σιών, με το ψευ­δώ­νυ­μο Γιώρ­γος Παρ­θέ­νης.

Το «Ξε­κί­νη­μα» κυ­κλο­φο­ρεί έ­να τε­λευ­ταίο τεύ­χος τον Νοέμ­βριο του 1944. Τρεις μή­νες αρ­γό­τε­ρα, Μάρ­τιο 1945, η ί­δια συ­ντρο­φιά ξε­κι­νά­ει το μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό «Ο Φοι­τη­τής», του ο­ποίου κυ­κλο­φο­ρούν τέσ­σε­ρα τεύ­χη μέ­χρι τον Ιού­νιο του 1945. Στο τρί­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, Μάϊο 1945, κά­νει την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση ως ποιη­τής ο Κύ­ρου με το ό­νο­μά του. Έχει, ό­μως, προ­η­γη­θεί η παρ­θε­νι­κή εμ­φά­νι­ση του φω­το­γρά­φου. Αυ­τός δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται ού­τε με το ό­νο­μά του ού­τε με ψευ­δώ­νυ­μο. Λαν­θά­νει στην α­νω­νυ­μία. Εί­ναι, ό­μως, γνω­στό τοις πά­σι ό­τι αυ­τός εί­ναι ο αυ­τουρ­γός των δυο δη­μο­σιευ­μέ­νων φω­το­γρα­φιών α­πό την ε­πέ­τειο της 25ης Μαρ­τίου του 1943. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, Απρί­λιο 1945, γί­νε­ται α­να­φο­ρά στην ε­πέ­τειο της 25ης Μαρ­τίου και τον πρό­σφα­το ε­ορ­τα­σμό της με α­φορ­μή δυο α­πο­διο­πο­μπαίους της πα­νε­πι­στη­μια­κής κοι­νό­τη­τας. Εξ ου και ο τίτ­λος του άρ­θρου «Απο­διο­πο­μπαίοι». Ο πρώ­τος εί­ναι ο Άνθι­μος Χατ­ζηαν­θί­μου, που του α­πα­γο­ρεύ­θη­κε να συμ­με­τά­σχει στην πα­ρέ­λα­ση. Ας μην ξε­χνά­με, ό­τι βρι­σκό­μα­στε στη με­τά τη Βάρ­κι­ζα ε­πο­χή. Η πα­ρά­δο­ση των ό­πλων έ­χει ο­λο­κλη­ρω­θεί και η λε­γό­με­νη Λευ­κή Τρο­μο­κρα­τία βρί­σκε­ται στο α­πό­γειό της. Ο δεύ­τε­ρος α­πο­διο­πο­μπαίος εί­ναι ο κα­θη­γη­τής φι­λο­σο­φίας του Αρι­στο­τέ­λειου Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης, ο ο­ποίος ή­δη τό­τε υ­φί­στα­ται διώ­ξεις και τον ε­πό­με­νο χρό­νο α­πο­λύ­θη­κε. Το άρ­θρο συ­νο­δεύουν δυο φω­το­γρα­φίες. Η μία εί­ναι ε­κεί­νη της κα­τά­θε­σης στε­φά­νου α­πό τον Χατ­ζηαν­θί­μου. Η άλ­λη εί­ναι η έ­κτη φω­το­γρα­φία που τρά­βη­ξε ε­κεί­νη την η­μέ­ρα ο Κύ­ρου κα­τά τη διάρ­κεια πο­ρείας με­τά την κα­τά­θε­ση του στε­φά­νου και ει­κο­νί­ζει τον κα­θη­γη­τή.
Γι΄ αυ­τήν την έ­κτη φω­το­γρα­φία, ο Κύ­ρου, στις α­να­μνή­σεις του, δεν κά­νει λό­γο. Η φω­το­γρα­φία, πά­ντως, έ­τυ­χε έ­κτο­τε αρ­κε­τών α­να­δη­μο­σιεύ­σεων και το συμ­βάν που α­πα­θα­να­τί­ζει αρ­κε­τών α­να­διη­γή­σεων. Η γνω­στό­τε­ρη α­να­δη­μο­σίευ­ση εί­ναι ε­κεί­νη στο α­φιέ­ρω­μα της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης» στην Αντί­στα­ση, Μάρ­τιο-Απρί­λιο 1962. Η πα­ρά­λει­ψη της α­να­φο­ράς του ο­νό­μα­τος του φω­το­γρά­φου προ­κά­λε­σε τό­τε σει­ρά δη­μο­σιευ­μά­των. Ο Κου­μα­ρί­δης τα α­να­φέ­ρει λε­πτο­με­ρώς, μνη­μο­νεύο­ντας και ο­ρι­σμέ­νες α­να­δη­μο­σιεύ­σεις της φω­το­γρα­φίας κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία. Όσο α­φο­ρά τις α­να­διη­γή­σεις του συμ­βά­ντος, μια πρώ­τη δί­νει ο Φω­τιά­δης στο εν λό­γω άρ­θρο της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης». Με­τά την κα­τά­θε­ση του στε­φα­νιού, “το πλή­θος δεν δια­λύε­ται· θέ­λου­με να στε­φα­νώ­σου­με ό­σους πιο πολ­λούς γί­νε­ται ή­ρωες και τρα­βού­με για τον Τσά­μη Κα­ρα­τάσ­σο, ή­ρωα της πα­λιγ­γε­νε­σίας. Περ­νού­με α­π’ έ­ξω α­πό το σπί­τι του κα­θη­γη­τή Χαρ. Θε­ο­δω­ρί­δη και ζη­τού­με να μας μι­λή­σει α­πό το μπαλ­κό­νι. Αυ­τός, δά­σκα­λος α­λη­θι­νά του Γέ­νους, φέρ­νει τη Ση­μαία και μας την ρί­χνει. Ήταν α­πό τις ο­μορ­φό­τε­ρες στιγ­μές της ορ­μη­τι­κής ε­κεί­νης ε­πο­χής. Βά­λα­με μπρος τη ση­μαία και γυ­ρί­ζα­με ό­λη την πό­λη ως τη στιγ­μή που οι Γερ­μα­νοί της Γκε­στα­πό με τα πέ­τα­λα στο στή­θος μας διέ­λυ­σαν με τη βία…”
Πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το πε­ρι­στα­τι­κό το α­φη­γεί­ται έ­νας άλ­λος της πε­ντά­δας, ο Κα­φτα­ντζής. Το βρί­σκου­με στο βι­βλίο του, «Το Πα­νε­πι­στή­μιο της Θεσ­σα­λο­νί­κης στον και­ρό της Κα­το­χής», που κυ­κλο­φό­ρη­σε τη χρο­νιά του θα­νά­του του, το 1998: …“Από το ά­γαλ­μα του Βό­τση α­νη­φο­ρί­σα­με για το Πα­νε­πι­στή­μιο. Περ­νώ­ντας την ο­δό Πο­λω­νίας, βγά­λα­με με τις φω­νές και τα τρα­γού­δια μας τον κα­θη­γη­τή Θε­ο­δω­ρί­δη στο μπαλ­κό­νι του. Δεν μπο­ρού­σε να μι­λή­σει α­πό συ­γκί­νη­ση, μό­νο χαι­ρε­τού­σε δα­κρυ­σμέ­νος. Και σε μια στιγ­μή φέρ­νει την κρυμ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή ση­μαία του σπι­τιού του και μας την πε­τά­ει. Την πή­ρα­με, γο­να­τί­σα­με ό­λοι και ψά­λα­με τον ε­θνι­κό ύ­μνο. Ύστε­ρα κι­νή­σα­με να τυ­λί­ξου­με με τη ση­μαία αυ­τή το ά­γαλ­μα του Μα­κε­δό­να ή­ρωα του ’21 Κα­ρα­τάσ­σου, α­πέ­να­ντι α­π’ το Πα­νε­πι­στή­μιο…”
Όσο για τον ι­στο­ρι­κό, πα­ρα­τη­ρεί. Η έ­κτη α­πει­κο­νί­ζει “τον Θε­ο­δω­ρί­δη μα­ζί με την κό­ρη του να κρα­τούν την ελ­λη­νι­κή ση­μαία στο μπαλ­κό­νι του σπι­τιού τους στη βο­ρειο­δυ­τι­κή γω­νία των ο­δών Αλε­ξάν­δρου Σβώ­λου και Ιππο­δρο­μίου. Ο Θε­ο­δω­ρί­δης στη συ­νέ­χεια πέ­τα­ξε τη ση­μαία στο συ­γκε­ντρω­μέ­νο πλή­θος το ο­ποίο α­φού έ­ψα­λε τον ε­θνι­κό ύ­μνο δέ­χτη­κε ε­πί­θε­ση α­πό τους Γερ­μα­νούς…”
Οι δυο αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες, Φω­τιά­δης και Κα­φτα­ντζής, δια­φο­ρο­ποιού­νται ε­λα­φρώς, α­φού κα­τα­γρά­φουν το γε­γο­νός σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους και ως γνω­στόν, η σχέ­ση της μνή­μης με τον χρό­νο εί­ναι μια ά­κρως ευαί­σθη­τη σχέ­ση. Ο ι­στο­ρι­κός γνω­ρί­ζει ό­χι μό­νο τις δυο μαρ­τυ­ρίες, αλ­λά και άλ­λες πρό­σθε­τες, στις ο­ποίες και πα­ρα­πέ­μπει. Συ­ντάσ­σει, ω­στό­σο, το κεί­με­νό του με τον ορ­θο­λο­γι­σμό της ε­πι­στή­μης του. Το δι­κό του πλή­θος δεν πάλ­λε­ται. Πά­ντως, εν γέ­νει, α­κρι­βο­λο­γεί. Στον λό­γο της μαρ­τυ­ρίας και της Ιστο­ρίας προ­στί­θε­ται ο λό­γος του μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου. «Ανη­φό­ρι­σαν για το πα­νε­πι­στή­μιο. Περ­νώ­ντας α­πό την ο­δό Αγγε­λά­κη, στά­θη­καν κά­τω α­πό το μπαλ­κό­νι του κα­θη­γη­τή της Ιστο­ρίας Χα­ρά­λα­μπου Νι­κη­φο­ρί­δη. Ο κα­θη­γη­τής ά­κου­σε τα τρα­γού­δια, τις φω­νές, τα έ­βγα έ­ξω, δά­σκα­λε, και πρό­βα­λε στο μπαλ­κό­νι με τις πιτ­ζά­μες. Κά­τω α­π’ τα γυα­λιά με τους χο­ντρούς φα­κούς έ­στα­ζαν δά­κρυα. Μί­λα, δά­σκα­λε, φώ­να­ζαν οι πυρ­πο­λη­μέ­νοι φοι­τη­τές. Ο Νι­κη­φο­ρί­δης μπή­κε ξα­νά στο σπί­τι. Έβγα­λε στο μπαλ­κό­νι τη ση­μαία του, την ά­πλω­σε ν’ α­νε­μί­ζει στα κά­γκε­λα, α­λά­λα­ξαν οι μα­θη­τές του. Ύστε­ρα, με μια κί­νη­ση, την πέ­τα­ξε στο πλή­θος…»
Το α­πό­σπα­σμα εί­ναι α­πό το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα της Σο­φίας Νι­κο­λαΐδου «Από­ψε δεν έ­χου­με φί­λους». Θα μπο­ρού­σε να έ­χει γρα­φτεί κοι­τά­ζο­ντας τη φω­το­γρα­φία του Κλεί­του Κύ­ρου. Κρί­μα, που δεν έ­πλα­σε και έ­ναν α­ντί­στοι­χο ή­ρωα, φοι­τη­τή και φω­το­γρά­φο. Πά­ντως, ε­πα­λη­θεύει, έ­στω στο πε­ρί­που, κι αυ­τή με τη σει­ρά της, ό­τι μια φω­το­γρα­φία ι­σο­δυ­να­μεί με πολ­λές λέ­ξεις. Δί­πλα σε αυ­τές τις έ­ξι φω­το­γρα­φίες του Κύ­ρου υ­πάρ­χουν κι άλ­λες φω­το­γρα­φίες-ντο­κου­μέ­ντα: Από το συλ­λα­λη­τή­ριο για την τα­φή των νε­κρών της 9ης Μαΐου 1936, που έ­γι­νε την ε­πο­μέ­νη. Του Νί­κου Ζα­χα­ριά­δη και του Μή­τσου Παρ­τσα­λί­δη α­πό τον Αύ­γου­στο του 1945 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Αλλά και του Ανα­γνω­στά­κη στις φυ­λα­κές Επτα­πυρ­γίου, τέ­λη του Εμφυ­λίου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

1η φωτο: 25 Μαρ­τίου 1943. Ο κα­θη­γη­τής φι­λο­σο­φίας του Αρι­στο­τέ­λειου Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης. Σύμ­φω­να με τον Γ. Κα­φτα­ντζή, συ­γκι­νη­μέ­νος στο μπαλ­κό­νι του φέρ­νει την κρυμ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή ση­μαία του σπι­τιού του και τους την πε­τά­ει.
2η φωτο: 25 Μαρ­τίου 1943. Κα­τά­θε­ση στε­φά­νου α­πό την Ε­ΠΟΝ του Πα­νε­πι­στη­μίου Θεσ­σα­λο­νί­κης στην προ­το­μή του ναυάρ­χου Νι­κό­λα­ου Βό­τση. Εμπρός ο Άνθι­μος Χατ­ζηαν­θί­μου, φοι­τη­τής της Νο­μι­κής, που έ­κα­νε την κα­τά­θε­ση εκ μέ­ρους των φοι­τη­τών, που δια­κρί­νο­νται γύ­ρω, κα­θώς ψάλ­λουν τον ε­θνι­κό ύ­μνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου