εδώ
Επανερχόμαστε στον
φωτογράφο Κλείτο Κύρου μέσα από τα έργα του ποιητή. “Είναι
παράξενο πόσα ελάχιστα αυτοβιογραφικά κείμενα βρίσκονται
για την ομάδα των κοινωνικών, μεταπολεμικών ποιητών της
Θεσσαλονίκης. Για τον Αναγνωστάκη, τον Θασίτη, τον Κύρου, τη
θαυμαστή τριπλέτα ή και την επιθετική πεντάδα αν θέλετε, για
να θυμηθούμε και τον αγνοημένο Φωτιάδη και τον άνισο
Καφταντζή. Ξεκινούν όλοι μαζί, τον Φεβρουάριο του 1944, με το
πρώτο τεύχος του φοιτητικού περιοδικού «Ξεκίνημα»…” Έτσι
αρχίζει την ομιλία του ο πεζογράφος μιας μεταγενέστερης
γενιάς Τάσος Χατζητάτσης, τον Δεκέμβριο του 2001, για την
παρουσίαση του αυτοβιογραφικού βιβλίου του Κύρου, που
προέκυψε από τις ραδιοφωνικές του αναμνήσεις. Τότε είχαν
φύγει οι δυο της πεντάδας: ο πρεσβύτερος Καφταντζής στις 12
Μαρτίου 1998 και πολύ νωρίτερα, καλοκαίρι 1989, ο
συνομήλικος του Κύρου, Φωτιάδης. Στην δεκαετία, που
μεσολάβησε από εκείνη τη διάλεξη, έφυγαν και οι άλλοι τρεις.
Πρώτα, ο νεότερος Αναγνωστάκης, στις 23 Ιουνίου του 2005, μετά ο
Κύρου, στις 10 Απριλίου του 2006 και τελευταίος ο Θασίτης, τον
Αύγουστο του 2008. Στις 7 Νοεμβρίου 2008, τους ακολούθησε ο
ομιλητής.
Ας επανέλθουμε
όμως στο ξεκίνημά τους από το «Ξεκίνημα». Τον Φεβρουάριο του
1944 ο Εκπολιτιστικός Όμιλος Πανεπιστημίου, “καθ’ όλα
νόμιμο σωματείο της… παράνομης ΕΠΟΝ”, όπως σχολιάζει με
χιούμορ ο Κύρου, κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος ενός φοιτητικού
περιοδικού, που ξεκίνησε ως δεκαπενθήμερο, ήλπισε να
γίνει μηνιαίο, αλλά εξέπνευσε στο πρώτο τεύχος του δεύτερου
χρόνου, συμπληρώνοντας εντός του 1944 δεκατρία τεύχη, από τα
οποία τα τρία διπλά. Ωστόσο, κατά τον Κύρου, άφησε εποχή,
ταράζοντας τα στεκούμενα νερά της Θεσσαλονίκης. Πρώτος
υπεύθυνος έκδοσης ο Φωτιάδης, αλλά, από το δεύτερο τεύχος
και μέχρι τέλους, αναλαμβάνει ο Αναγνωστάκης. Το χρονικό της
έκδοσής του μας το δίνει η Αλεξάνδρα Μπουφέα στη μοναδική
μελέτη της για τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής. Την
άδεια έκδοσης από τη λογοκρισία την εξασφάλισε ο Καφταντζής
χάρις σε έναν συντοπίτη του, που ήταν υπάλληλος στο Γραφείο
Τύπου του Τμήματος Προπαγάνδας Θεσσαλονίκης.
Σε
κάθε τεύχος παρουσιάζεται και από ένας ποιητής της πεντάδας.
Τις εμφανίσεις τους καταγράφει ο ιστορικός της γενιάς τους,
Αλέξ. Αργυρίου. Στο πρώτο τεύχος παρουσιάζεται ο Θασίτης
καλυμμένος πίσω από το ψευδώνυμο Νικόλας Νάρβας. Στο
δεύτερο, ο Φωτιάδης με το όνομά του. Ψευδώνυμο χρησιμοποιεί
στη μελέτη για τον Ελύτη και στις κριτικές εικαστικών και
θεάτρου, που δημοσιεύει σε μετέπειτα τεύχη. Στο τρίτο,
δημοσιεύει ποίημά του ο Αναγνωστάκης. Γι’ αυτόν δεν είναι η
πρώτη εμφάνιση. Έχει ήδη δημοσιεύσει ποίημά του, πριν δυο
χρόνια, στα «Πειραϊκά Γράμματα». Εκείνο, όμως, είναι
παραδοσιακό, ενώ, αυτό, στο «Ξεκίνημα» είναι νεωτερικό. Στο
διπλό τεύχος 6-7, Ιούνιο 1944, εμφανίζεται και ο μεταφραστής
Αναγνωστάκης με Απολλιναίρ.
Από
τους πρώτους της συντροφιάς που στερέωσε το «Ξεκίνημα» ο
Κύρου, άργησε να κάνει την εμφάνισή του. Μόλις στο διπλό
τεύχος 9-10, που κυκλοφόρησε 30 Ιουλίου 1944, δημοσιεύει σε
μετάφραση από τα γαλλικά το ποίημα του Λόρκα «Ψυχή φεβγάτη».
Για τον τελευταίο της
πεντάδας, που λησμονεί η Ιστορία, τον Καφταντζή, μας
πληροφορεί η Μπουφέα. Ήταν μεν ο πρωτεργάτης της έκδοσης,
αλλά, λόγω της αντιστασιακής του δράσης, συμμετείχε μόνο στα
πρώτα τεύχη. Δημοσιεύει δύο ποιήματα, μεταξύ άλλων
συνεργασιών, με το ψευδώνυμο Γιώργος Παρθένης.
Το
«Ξεκίνημα» κυκλοφορεί ένα τελευταίο τεύχος τον Νοέμβριο του
1944. Τρεις μήνες αργότερα, Μάρτιο 1945, η ίδια συντροφιά
ξεκινάει το μηνιαίο περιοδικό «Ο Φοιτητής», του οποίου
κυκλοφορούν τέσσερα τεύχη μέχρι τον Ιούνιο του 1945. Στο τρίτο
τεύχος του περιοδικού, Μάϊο 1945, κάνει την πρώτη του εμφάνιση
ως ποιητής ο Κύρου με το όνομά του. Έχει, όμως, προηγηθεί η
παρθενική εμφάνιση του φωτογράφου. Αυτός δεν παρουσιάζεται
ούτε με το όνομά του ούτε με ψευδώνυμο. Λανθάνει στην
ανωνυμία. Είναι, όμως, γνωστό τοις πάσι ότι αυτός είναι ο
αυτουργός των δυο δημοσιευμένων φωτογραφιών από την επέτειο
της 25ης Μαρτίου του 1943. Συγκεκριμένα, στο δεύτερο τεύχος του
περιοδικού, Απρίλιο 1945, γίνεται αναφορά στην επέτειο της
25ης Μαρτίου και τον πρόσφατο εορτασμό της με αφορμή δυο
αποδιοπομπαίους της πανεπιστημιακής κοινότητας. Εξ ου και ο
τίτλος του άρθρου «Αποδιοπομπαίοι». Ο πρώτος είναι ο Άνθιμος
Χατζηανθίμου, που του απαγορεύθηκε να συμμετάσχει στην
παρέλαση. Ας μην ξεχνάμε, ότι βρισκόμαστε στη μετά τη
Βάρκιζα εποχή. Η παράδοση των όπλων έχει ολοκληρωθεί και η
λεγόμενη Λευκή Τρομοκρατία βρίσκεται στο απόγειό της. Ο
δεύτερος αποδιοπομπαίος είναι ο καθηγητής φιλοσοφίας του
Αριστοτέλειου Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο οποίος ήδη τότε
υφίσταται διώξεις και τον επόμενο χρόνο απολύθηκε. Το άρθρο
συνοδεύουν δυο φωτογραφίες. Η μία είναι εκείνη της κατάθεσης
στεφάνου από τον Χατζηανθίμου. Η άλλη είναι η έκτη
φωτογραφία που τράβηξε εκείνη την ημέρα ο Κύρου κατά τη
διάρκεια πορείας μετά την κατάθεση του στεφάνου και εικονίζει
τον καθηγητή.
Γι΄ αυτήν την
έκτη φωτογραφία, ο Κύρου, στις αναμνήσεις του, δεν κάνει λόγο.
Η φωτογραφία, πάντως, έτυχε έκτοτε αρκετών
αναδημοσιεύσεων και το συμβάν που απαθανατίζει αρκετών
αναδιηγήσεων. Η γνωστότερη αναδημοσίευση είναι εκείνη στο
αφιέρωμα της «Επιθεώρησης Τέχνης» στην Αντίσταση,
Μάρτιο-Απρίλιο 1962. Η παράλειψη της αναφοράς του ονόματος
του φωτογράφου προκάλεσε τότε σειρά δημοσιευμάτων. Ο
Κουμαρίδης τα αναφέρει λεπτομερώς, μνημονεύοντας και
ορισμένες αναδημοσιεύσεις της φωτογραφίας κατά την
τελευταία δεκαετία. Όσο αφορά τις αναδιηγήσεις του
συμβάντος, μια πρώτη δίνει ο Φωτιάδης στο εν λόγω άρθρο της
«Επιθεώρησης Τέχνης». Μετά την κατάθεση του στεφανιού, “το
πλήθος δεν διαλύεται· θέλουμε να στεφανώσουμε όσους πιο
πολλούς γίνεται ήρωες και τραβούμε για τον Τσάμη Καρατάσσο,
ήρωα της παλιγγενεσίας. Περνούμε απ’ έξω από το σπίτι του
καθηγητή Χαρ. Θεοδωρίδη και ζητούμε να μας μιλήσει από το
μπαλκόνι. Αυτός, δάσκαλος αληθινά του Γένους, φέρνει τη
Σημαία και μας την ρίχνει. Ήταν από τις ομορφότερες στιγμές της
ορμητικής εκείνης εποχής. Βάλαμε μπρος τη σημαία και
γυρίζαμε όλη την πόλη ως τη στιγμή που οι Γερμανοί της
Γκεσταπό με τα πέταλα στο στήθος μας διέλυσαν με τη βία…”
Πολλά
χρόνια αργότερα, το περιστατικό το αφηγείται ένας άλλος
της πεντάδας, ο Καφταντζής. Το βρίσκουμε στο βιβλίο του, «Το
Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής», που
κυκλοφόρησε τη χρονιά του θανάτου του, το 1998: …“Από το άγαλμα
του Βότση ανηφορίσαμε για το Πανεπιστήμιο. Περνώντας την
οδό Πολωνίας, βγάλαμε με τις φωνές και τα τραγούδια μας τον
καθηγητή Θεοδωρίδη στο μπαλκόνι του. Δεν μπορούσε να
μιλήσει από συγκίνηση, μόνο χαιρετούσε δακρυσμένος. Και σε
μια στιγμή φέρνει την κρυμμένη ελληνική σημαία του σπιτιού του
και μας την πετάει. Την πήραμε, γονατίσαμε όλοι και ψάλαμε
τον εθνικό ύμνο. Ύστερα κινήσαμε να τυλίξουμε με τη σημαία
αυτή το άγαλμα του Μακεδόνα ήρωα του ’21 Καρατάσσου,
απέναντι απ’ το Πανεπιστήμιο…”
Όσο
για τον ιστορικό, παρατηρεί. Η έκτη απεικονίζει “τον
Θεοδωρίδη μαζί με την κόρη του να κρατούν την ελληνική σημαία
στο μπαλκόνι του σπιτιού τους στη βορειοδυτική γωνία των οδών
Αλεξάνδρου Σβώλου και Ιπποδρομίου. Ο Θεοδωρίδης στη συνέχεια
πέταξε τη σημαία στο συγκεντρωμένο πλήθος το οποίο αφού
έψαλε τον εθνικό ύμνο δέχτηκε επίθεση από τους Γερμανούς…”
Οι
δυο αυτόπτες μάρτυρες, Φωτιάδης και Καφταντζής,
διαφοροποιούνται ελαφρώς, αφού καταγράφουν το γεγονός σε
διαφορετικούς χρόνους και ως γνωστόν, η σχέση της μνήμης με τον
χρόνο είναι μια άκρως ευαίσθητη σχέση. Ο ιστορικός γνωρίζει
όχι μόνο τις δυο μαρτυρίες, αλλά και άλλες πρόσθετες, στις
οποίες και παραπέμπει. Συντάσσει, ωστόσο, το κείμενό του με
τον ορθολογισμό της επιστήμης του. Το δικό του πλήθος δεν
πάλλεται. Πάντως, εν γένει, ακριβολογεί. Στον λόγο της
μαρτυρίας και της Ιστορίας προστίθεται ο λόγος του
μυθιστοριογράφου. «Ανηφόρισαν για το πανεπιστήμιο.
Περνώντας από την οδό Αγγελάκη, στάθηκαν κάτω από το
μπαλκόνι του καθηγητή της Ιστορίας Χαράλαμπου Νικηφορίδη. Ο
καθηγητής άκουσε τα τραγούδια, τις φωνές, τα έβγα έξω,
δάσκαλε, και πρόβαλε στο μπαλκόνι με τις πιτζάμες. Κάτω απ’ τα
γυαλιά με τους χοντρούς φακούς έσταζαν δάκρυα. Μίλα, δάσκαλε,
φώναζαν οι πυρπολημένοι φοιτητές. Ο Νικηφορίδης μπήκε
ξανά στο σπίτι. Έβγαλε στο μπαλκόνι τη σημαία του, την άπλωσε ν’
ανεμίζει στα κάγκελα, αλάλαξαν οι μαθητές του. Ύστερα, με
μια κίνηση, την πέταξε στο πλήθος…»
Το
απόσπασμα είναι από το τελευταίο μυθιστόρημα της Σοφίας
Νικολαΐδου «Απόψε δεν έχουμε φίλους». Θα μπορούσε να έχει
γραφτεί κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Κλείτου Κύρου. Κρίμα,
που δεν έπλασε και έναν αντίστοιχο ήρωα, φοιτητή και
φωτογράφο. Πάντως, επαληθεύει, έστω στο περίπου, κι αυτή με
τη σειρά της, ότι μια φωτογραφία ισοδυναμεί με πολλές λέξεις.
Δίπλα σε αυτές τις έξι φωτογραφίες του Κύρου υπάρχουν κι
άλλες φωτογραφίες-ντοκουμέντα: Από το συλλαλητήριο για την
ταφή των νεκρών της 9ης Μαΐου 1936, που έγινε την επομένη. Του
Νίκου Ζαχαριάδη και του Μήτσου Παρτσαλίδη από τον Αύγουστο
του 1945 στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και του Αναγνωστάκη στις φυλακές
Επταπυργίου, τέλη του Εμφυλίου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
1η φωτο: 25 Μαρτίου 1943. Ο
καθηγητής φιλοσοφίας του Αριστοτέλειου Χαράλαμπος
Θεοδωρίδης. Σύμφωνα με τον Γ. Καφταντζή, συγκινημένος στο
μπαλκόνι του φέρνει την κρυμμένη ελληνική σημαία του σπιτιού
του και τους την πετάει.
2η φωτο: 25 Μαρτίου
1943. Κατάθεση στεφάνου από την ΕΠΟΝ του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης στην προτομή του ναυάρχου Νικόλαου Βότση. Εμπρός
ο Άνθιμος Χατζηανθίμου, φοιτητής της Νομικής, που έκανε την
κατάθεση εκ μέρους των φοιτητών, που διακρίνονται γύρω, καθώς
ψάλλουν τον εθνικό ύμνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου